νομικό πρόσωπο

νομικό πρόσωπο
Είναι η ένωση προσώπων με σκοπό την πραγματοποίηση ορισμένου θεμιτού σκοπού ή το σύνολο περιουσίας αφιερωμένης στην εξυπηρέτηση ενός επίσης σκοπού, η οποία αποκτάει τη νομική προσωπικότητα, όταν συντρέξουν ορισμένοι όροι και τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπει ο νόμος. Ο A.K. ορίζει τους γενικούς όρους σύστασης και λειτουργίας των ν.π. Προβλέπει επίσης γραπτό τύπο για τη συστατική πράξη, το καταστατικό ή τον οργανισμό του ν.π., ορίζει ως έδρα τον τόπο όπου λειτουργεί η διοίκησή του και διαγράφει τους γενικούς όρους με τους οποίους μπορούν να λαμβάνονται αποφάσεις, θέτει επίσης τη γενική αρχή ότι οι πράξεις που ενεργεί η διοίκηση του ν.π. μέσα στα όρια των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί, υποχρεώνουν το ν.π. και καθιερώνει την αλληλέγγυα ευθύνη για αποζημίωση του ν.π. και του υπαίτιου μέλους της διοίκησης. Τα όρια της εξουσίας της διοίκησης, καθορίζονται οπωσδήποτε από τη συστατική πράξη ή το καταστατικό. Σε περίπτωση διάλυσης, που μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε γιατί το ν.π. έχει εκπληρώσει τον σκοπό του είτε για άλλους λόγους, το ν.π. εξακολουθεί να θεωρείται ότι υπάρχει ακόμη επί ένα χρονικό διάστημα, κατά το οποίο υπόκειται σε εκκαθάριση, είτε από τα ίδια τα πρόσωπα της διοίκησης είτε από εκκαθαριστή που διορίζεται από τον πρόεδρο πρωτοδικών. Την τύχη της περιουσίας του ν.π. σε περίπτωση διάλυσης ορίζει το αρμόδιο, κατά τις διατάξεις της συστατικής πράξης ή του καταστατικού, όργανο. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση περιέρχεται στο δημόσιο, το οποίο οφείλει να τη διαθέσει για την εκπλήρωση των σκοπών του ν.π. Μία πρώτη διάκριση, στο σύγχρονο γενικά δίκαιο, γίνεται μεταξύ ν.π. δημοσίου δικαίου και ν.π. ιδιωτικού δικαίου: η πρώτη κατηγορία, στην οποία υπάγεται και το κράτος, χαρακτηρίζεται, κατά τις αντιλήψεις της θεωρίας, είτε από την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων ή εξουσιών είτε από την ιδιαίτερη αφιέρωση στην πραγματοποίηση ευρύτερων κοινωνικών σκοπών, ενώ τα ν.π. ιδιωτικού δικαίου επιδιώκουν ατομικούς ή με στενή έννοια ομαδικούς σκοπούς. Οπωσδήποτε, η διάκριση είναι πραγματική στα διάφορα συστήματα θετικού δικαίου και εκδηλώνεται με προνόμια αλλά και περιορισμούς που συνυφαίνονται με τη δράση των ν.π. δημοσίου δικαίου, με διαφορετική καταστατική και πειθαρχική διάταξη του προσωπικού, καθώς και με ιδιαίτερα γνωρίσματα που μπορούν να παρουσιάζονται με διάφορες παραλλαγές κατά την άπειρη ποικιλία των ν.π. του σύγχρονου δικαίου. Υπάρχουν άλλωστε σήμερα πολυάριθμες διασταυρώσεις σε ό,τι αφορά τη νομική μορφή των ν.π. Κοντά στα γνωστά ν.π. δημοσίου δικαίου (κράτος, δήμους και κοινότητες, πανεπιστήμια κλπ.), προβάλλουν σήμερα μεικτές ή ιδιόρρυθμες μορφές δημοσίων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων, κρατικών, δημοτικών κλπ., στις οποίες συσσωρεύονται χαρακτηριστικά γνωρίσματα τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού δικαίου. Μια άλλη διάκριση του σύγχρονου δικαίου, που καθιερώνεται ρητά και από τον A.K., είναι μεταξύ προσωπικών ενώσεων και ιδρυμάτων· στις πρώτες ανήκουν το κράτος, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, τα σωματεία, οι εταιρείες, οι ερανικές επιτροπές κλπ. Τα ιδρύματα είναι σύνολα περιουσιών, τα οποία ιδιώτες ή οργανισμοί αφιερώνουν στην εξυπηρέτηση ενός κοινωφελούς ή αγαθοεργού σκοπού και στα οποία το κράτος απονέμει νομική προσωπικότητα και εγκρίνει τη λειτουργία τους. Η ιδρυτική πράξη μπορεί να είναι διάταξη τελευταίας θέλησης (διαθήκη) ή δικαιοπραξία προσώπου που ζει και η οποία περιβάλλεται υποχρεωτικά τον τύπο της συμβολαιογραφικής πράξης και είναι ανακλητή κατά τους όρους του νόμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — το 1. το μπροστινό μέρος της κεφαλής του ανθρώπου, το μούτρο, η φάτσα: Κάθε πρόσωπο λάμπει απ τ αγιοκέρι, όπου κρατούνε οι χριστιανοί στο χέρι (Σολωμός). 2. άνθρωπος, άτομο: Ύποπτο πρόσωπο. 3. τα άτομα, οι άνθρωποι ενός θεατρικού έργου: Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών — Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που εδρεύει στην Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1958 με σκοπό την οργάνωση, τη χρηματοδότηση και την ηθική ενίσχυση επιστημονικών εργασιών ανώτατου ερευνητικού επιπέδου. Σε όλα αυτά τα χρόνια της λειτουργίας του, το Ε.Ι.Ε.… …   Dictionary of Greek

  • Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού — Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Ιδρύθηκε το 1992 με στόχο την προβολή του ελληνικού πολιτισμού στο εσωτερικό και κυρίως στο εξωτερικό. Πρώτος πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου εξελέγη ο καθηγητής Ιωάννης Γεωργάκης. Η δραστηριότητά του… …   Dictionary of Greek

  • Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων — Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ιδρύθηκε το 1918 και υπάγεται στην αρμοδιότητα του υπουργείου Οικονομικών αν και έχει ιδιαίτερη διοίκηση. To T.Π. και Δ. αποτελεί πιστωτικό οργανισμό που αποβλέπει σε 4 κυρίως στόχους. Οι στόχοι αυτοί είναι: 1. Η… …   Dictionary of Greek

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… …   Dictionary of Greek

  • παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”